- περίπτυξη
- ηαγκάλιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίπτυξη — η / περίπτυξις, ύξεως, ΝΑ [περιπτύσσω] περιβολή κάποιου με τους βραχίονες, εναγκαλισμός («κλαυθμοῑς καὶ περιπτύξεσι τοῡ νεκρού», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
περιπτύξῃ — περιπτύξηι , περίπτυξις folding oneself round fem dat sg (epic) περιπτύσσω enfold aor subj mid 2nd sg περιπτύσσω enfold aor subj act 3rd sg περιπτύσσω enfold fut ind mid 2nd sg περιπτύσσω enfold aor subj mid 2nd sg περιπτύσσω enfold aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
άνθεξις — ἄνθεξις, η (Α) [αντέχω] 1. το να κρατά γερά ο ένας τον άλλο 2. περίπτυξη, αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
αγκάλιασμα — το [αγκαλιάζω] κλείσιμο, σφίξιμο στην αγκαλιά, εναγκαλισμός, περίπτυξη … Dictionary of Greek
αμφιπτυχή — ἀμφιπτυχή, η (Α) αγκάλιασμα, περίπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πτυχή] … Dictionary of Greek
εναγκάλισμα — το (Α ἐναγκάλισμα) περίπτυξη, αγκάλιασμα αρχ. οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές … Dictionary of Greek
εναγκαλισμός — ο η περίπτυξη, το αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
περίλημμα — τὸ, Α [περιλαμβάνω] εναγκαλισμός, περίπτυξη … Dictionary of Greek
περίληψη — η / περίληψις, ήψεως, ΝΜΑ [περιλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιλαμβάνω 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση τού περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» σύντομα, με λίγα λόγια) 3.… … Dictionary of Greek